Έχω ένα όνειρο για το ελαιόλαδο στην εστίαση

Έχω ένα όνειρο για το ελαιόλαδο στην εστίαση

Η φράση “Έχω ένα όνειρο …” είναι κλεμμένη από ένα λόγο του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1963. Η ιδέα για το άρθρο αυτό όμως προέκυψε από την εκδήλωση της ΕΔΟΕ τον περασμένο Ιούνιο. Όταν με κάλεσαν στο βήμα προσπάθησα να αυτοσχεδιάσω για να αποφύγω την επανάληψη όσων είχαν ήδη ειπωθεί. Έκλεψα λοιπόν την ατάκα αυτή από ένα άλλο ομιλητή, ο οποίος την έκλεψε από το γνωστό μαύρο ιδεαλιστή και πολιτικό.

Θα διηγηθώ λοιπόν ένα όνειρο, μια νοητική σύνθεση στοιχείων για τη θέση του ελαιολάδου στην εστίαση. Ένα όνειρο θερινής νυκτός που περιλαμβάνει απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας και μεγάλες προσδοκίες (όλα κλεμμένα εδώ).

Στο όνειρο μου λοιπόν επισκέπτομαι με φίλους ένα εστιατόριο της Θεσσαλονίκης. Καθώς διαβάζω το εδεσματολόγιο (μενού) παρατηρώ μια ενότητα με τίτλο “Ελαιόλαδα”. Ήταν μετά τις σαλάτες και τα ορεκτικά, αλλά πριν τα κυρίως πιάτα. Στην ενότητα “Ελαιόλαδα” υπήρχε κάτι λιγότερο από μια ντουζίνα επώνυμα ελαιόλαδα. Ανάμεσα τους ήταν ένα βιολογικό, δυο ΠΟΠ κι ένα ισπανικό, κάτι που δε με μου φάνηκε παράξενο. Για κάθε ελαιόλαδο αναφερόταν η προέλευση και η κύρια ποικιλία ελιάς. Οι τιμές σε μονοψήφιο αριθμό ευρώ με διακύμανση ανάλογα με την ποιότητα και το όγκο της φιάλης. Ζήτησα από τον σερβιτόρο να μου δώσει κάποιες περισσότερες πληροφορίες, αλλά εκείνος είπε ότι θα έρθει ο μαιτρ. Λίγο αργότερα πλησίασε το τραπέζι μας ένας άλλος σερβιτόρος με ένα κομψό κασελάκι με διάφορα μπουκαλάκια ελαιολάδου. Με ρώτησε για τις επιλογές φαγητού που έχουμε κάνει ώστε να προτείνει το κατάλληλο ελαιόλαδο. Μου έδειξε τα μπουκάλια, τα βραβεία που είχαν κάποια από αυτά (London IOC, Κότινος κ.ά.) και τους τίτλους οξύτητας (ναι, έτσι ακριβώς είπε). Μου είπε για τις διαφορετικές ποικιλίες ελαιοκάρπου (μανάκι, κουτσουρελιά, αδραμυτιανή κ.ά.) και το γευστικό προφίλ τους σε σύγκριση με την κορωνέικη. Χρησιμοποίησε περιγραφικούς όρους αντίστοιχους με τα κρασιά, άρωμα χλωρού χόρτου, πικάντικη γεύση, αίσθηση βρεγμένου χώματος, πίκρα από φλούδα εσπεριδοειδών κτλ. Μου είπε και για ελαιοτριβεία δύο και τριών φάσεων (δεν εννοούσε την ηλεκτρική εγκατάσταση) και για θερμοκρασίες μάλαξης της ελαιόπαστας. Τελικά, με την τέχνη που ένας sommelier θα που πλάσαρε ένα βιδιανό ή μια κυδωνίτσα αντί για μια μαλαγουζιά, με έπεισε να πάρω το προϊόν ενός άγνωστου για μένα έως τότε ελαιοπαραγωγού. “Κι ένα αγουρέλαιο παρακαλώ!” αναφώνησε ένας από τους συνδαιτυμόνες. “Λυπάμαι, αλλά δε σερβίρουμε αγουρέλαιο μετά το τέλος του χειμώνα. Χάνει όλη τη γευστική του αξία.” απάντησε ο μαιτρ. Εντωμεταξύ ήρθαν τα πιάτα που παραγγείλαμε, όλα αλάδωτα ή με ελάχιστο λάδι στα μαγειρευτά. Καθώς τρώγαμε συζητήσαμε για επώνυμα ελαιόλαδα και κρασιά καθώς και σχετικές γευστικές εμπειρίες που είχε ο καθένας, τι, πως και που τα δοκιμάσαμε. Κανένας δεν είπε “το καλύτερο λάδι το βγάζει ο μπάρμπας μου στο χωριό!”. Παραγγείλαμε κι ακόμα ένα λάδι, όχι γιατί τελείωσε το πρώτο, αλλά γιατί θέλαμε να δοκιμάσουμε και κάτι άλλο, μαζί με μια μερίδα βραστές πατάτες.

“Είναι απαράδεκτο να θέλουν να πληρώσουμε για το λάδι στα εστιατόρια!” άκουσα να φωνάζει κάποιος. Ήταν η ανοιχτή τηλεόραση και κάποιος υποψήφιος βουλευτής μιλούσε σε πρωινή “ενημερωτική” εκπομπή. Όνειρο έβλεπα σκέφτηκα, έκλεισα την τηλεόραση και γύρισα πλευρό ελπίζοντας να ξαναδώ το όνειρο για τις πέντε ελιές.

Μπόσκου Γεώργιος, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο,
FB: @FoodJokey

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Ελιά & Ελαιόλαδο, T89, 2019