Ο Καθηγητής Χημείας Γ.Μπόσκου αποκαλύπτει γιατί αποσύρθηκε απο την αγορά το πυρηνέλαιο γνωστής εταιρείας

Ποιά είναι τα αίτια επιμόλυνσης, ποιό το τελικό ποσοστό ανάκλησης και ποιός ο τρόπος καταστροφής ή μεταποίησης του πυρηνελαίου;

Με αφόρμη την πρόσφατη ανακοίνωση του ΕΦΕΤ, ότι ανακαλούνται ποσότητες πυρηνελαίου γνωστής εταιρείας γιατί σύμφωνα με αναλύσεις του Γενικού Χημείου του Κράτους κρίθηκε το πυρηνέλαιο “μη κανονικό – μη ασφαλές” όσο αφορά τη συγκέντρωση ΠΑΥ που βρέθηκαν σε αυτό, ο Αναπληρωτής Καθηγήτης Χημείας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, Γεώργιος Μπόσκου, εκφράζει την επιστημονική του άποψη στην ομάδα του olivenews.

Οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες ΠΑΥ (Polycyclic Aromatic Hydrocarbons, PAH) είναι μια σειρά οργανικών ενώσεων που αποτελούνται από πολλούς αρωματικούς (βενζολικούς) δακτυλίους. Είναι γνωστές πάνω από 30 τέτοιες ενώσεις που έχουν εντοπιστεί στα τρόφιμα. Από αυτές οι 15 είναι χαρακτηρισμένες γονιδιοτοξικές μετά από in vitro και in vivo δοκιμές:  βενζ(α)ανθρακένιο, βενζο(α)πυρένιο, βενζο(β)φθορανθένιο, βενζο(g,h,i)περυλένιο, βενζο(j)φθορανθένιο, βενζο(κ)φθορανθένιο, χρυσένιο, κυκλοπεντα(cd)πυρένιο, διβενζ(a,h)ανθρακένιο, διβενζο(a,e)πυρένιο, διβενζο(a,h)πυρένιο, διβενζο(a,i)πυρένιο, διβενζο(a,l)πυρένιο, ινδενο(1,2,3-cd)πυρένιο και 5-μεθυλοχρυσένιο. Οι κύριες μορφές καρκίνου που συνδέονται με του ΠΑΥ είναι του δέρματος, των πνευμόνων, της ουροδόχου κύστης, του ήπατος και του στομάχου. Προτείνεται η χρήση του βενζο(α)πυρενίου (ή αλλιώς α-βενζοπυρένιο) ως ένωση αναφοράς και ως γενικός δείκτης εμφάνισης και επίδρασης των καρκινογόνων ΠΑΥ στα τρόφιμα. Επίσης έχει προταθεί από την EFSA (European Food Safety Authority) και το σετ των 8 συχνά εμφανιζόμενων ΠΑΥ ως δείκτης καρκινογένεσης στα τρόφιμα: βενζο(α)πυρένιο, βενζ(α)ανθρακένιο, βενζο(β)φθορανθένιο, βενζο(κ)φθορανθένιο, βενζο(g,h,i)περυλένιο, χρυσένιο, διβενζ(a,h)ανθρακένιο και ινδενο(1,2,3-cd)πυρένιο (εικόνα).

(εικόνα)

Ο σχηματισμός αυτών των ενώσεων οφείλεται κυρίως στη επίδραση υψηλών θερμοκρασιών σε οργανική ύλη, όπως π.χ. η καύση ξύλου και χαρτιού, φυτικών ελαίων, ορυκτελαίων και πλαστικών. Σε σημαντικό ποσοστό μπορεί να εμφανιστούν κατά την επεξεργασία των βρώσιμων ελαίων σε υψηλές θερμοκρασίες και κατά το τηγάνισμα. Σημαντική επίσης είναι η διασταυρούμενη επιμόλυνση από αέριους ρύπους, από βιομηχανικά λύματα και από μετανάστευση ουσιών σε πλαστικούς περιέκτες. Επειδή οι ουσίες αυτές είναι λιποδιαλυτές τα τρόφιμα πιο επίφοβα για την μόλυνση του με ΠΑΥ είναι τα λιπαρά τρόφιμα. Π.χ. όταν στάζει το λίπος του κρέατος στην αναμμένη θράκα πυρολύεται από την υψηλή θερμοκρασία και παράγονται ΠΑΥ οι οποίοι με τον καπνό πηγαίνουν στο κρέας. Γι’ αυτό έχουν συνδεθεί τόσο με το καρκίνο του πνεύμονα, από την εισπνοή του καπνού όσο και με τον καρκίνου του στομάχου από την κατανάλωση ψητών στη θράκα. Η μέση διατροφική έκθεση στις ευρωπαϊκές χώρες εκτιμάται ότι να είναι 3,1-4,3 ng/Kg σωματικού βάρους την ημέρα μόνο για το BaP και 23,6-35,6 ng/Kg σωματικού βάρους. ανά ημέρα) για το σετ των 8 PAH. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η δόση αναφοράς για την απόδοση 10% καρκινογένεσης (BDML10) είναι 0,07 και 0,49 mg/Kg σωματικού βάρους την ημέρα για το BaP και το 8 PAH αντίστοιχα, το χαμηλότερο περιθώριο έκθεσης (MOE) είναι 16000 και 13800 αντίστοιχα.

 Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κανονισμό 2023/915 (παράρτημα Ι, πίνακας 5.1) ορίζονται τα μέγιστα επιτρεπόμενα όρια για βενζο(a)πυρένιο και το άθροισμα ΠΑΥ: βενζο[a]πυρένιο, βενζο[a]ανθρακένιο, βενζο[b]φλουορανθένιο και χρυσένιο σε 16 κατηγορίες τροφίμων. Ειδικά για βρώσιμα λίπη και έλαια που διατίθενται στην αγορά ή είναι συστατικά τροφίμων τα όρια είναι 2,0 ppb (μg/Kg) για το βενζοπυρένιο και 10 ppb για το άθροισμα ΠΑΥ. Σε δελτίου τύπου του ΕΦΕΤ, στις 22 Ιουλίου 2024, ανακοινώθηκε ότι ανακαλούνται ποσότητες πυρηνελαίου γνωστής εταιρείας γιατί σύμφωνα με αναλύσεις του ΓΧΚ κρίθηκε το πυρηνέλαιο “μη κανονικό – μη ασφαλές” όσο αφορά τη συγκέντρωση ΠΑΥ που βρέθηκαν σε αυτό. Συγκεκριμένα εντοπίστηκε το άθροισμα των 4 ΠΑΥ (βενζο[a]ανθρακένιο – βενζο[a]πυρένιο – βενζο[b]φλουορανθένιο – χρυσένιο) σε συγκέντρωση 27,92 μg/Κg ελάιου, δηλαδή σχεδόν 3 φορές πάνω το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο. Η εταιρεία παραγωγής και διακίνησης με δελτίο τύπου που εκδόθηκε την ίδια ημέρα δήλωσε ότι, σε συνεργασία με τον ΕΦΕΤ, θα κάνει ανάκληση του προϊόντος από τα σημεία πώλησης και από τους καταναλωτές που το αγόρασαν. Φυσικά αυτό αφορά μόνο την παρτίδα παραγωγής όπου το πυρηνέλαιο χαρακτηρίστηκε “μη κανονικό – μη ασφαλές”. Δεν υπήρχε αντίστοιχο σήμα στο ευρωπαϊκό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης RASFF, γεγονός που σημαίνει ότι το θέμα αφορά μόνο την εσωτερική αγορά και ότι δεν έχει γίνει κάποια διακίνηση εντός και εκτός ΕΕ της παρτίδας αυτής.

Η περίπτωση αυτή είναι ένα κλασσικό παράδειγμα απόκλισης στην ασφάλεια τροφίμων στα όρια για χημικούς κινδύνους. Προφανώς πρόκειται για μη τήρηση κάποιων ορθών πρακτικών παραγωγής και των αρχών του HACCP από μια εταιρεία που γενικά είναι μεγάλη και διαθέτει τόσο τους οικονομικούς πόρους όσο και το ανθρώπινο δυναμικό για την εφαρμογή συστημάτων πρόληψης. Βέβαια και η ανάκληση του προϊόντος από την αγορά είναι και αυτό ένα σύστημα πρόληψης που απαιτεί την ορθή ιχνηλασιμότητα μέχρι και το τελευταίο μπουκάλι πυρηνελαίου. Σε περίπτωση που δεν κάνει πλήρη ανάκληση από τη αγορά μπορεί να υποστεί σοβαρές χρηματικές και ποινικές κυρώσεις. Πέρα από αυτό όμως η εταιρεία παραγωγής και διακίνησης πρέπει να κάνει άμεση διερεύνηση της αιτίας παρουσίας ΠΑΥ στα προϊόντα της. Μπορεί να είναι από την θερμική επεξεργασία του πυρήνα της ελιάς, από μόλυνση με αέριους ρύπους (καυσαέρια π.χ.), από λιπαντικά μηχανημάτων ή από περιέκτες και σωληνώσεις που δεν καλύπτουν τις προδιαγραφές για υλικά σε επαφή με τρόφιμα. Και φυσικά οφείλει να κάνει διερεύνηση και για κάποιες προηγούμενες παρτίδες παραγωγής εάν υπήρξε η αντίστοιχη απόκλιση ασφάλειας τροφίμων. Επίσης πρέπει να ενημερώσει με νέο δελτίο τύπου την αιτία επιμόλυνσης, το τελικό ποσοστό ανάκλησης καθώς και το τρόπο καταστροφής ή μεταποίησης του πυρηνελαίου που συλλέχθηκε (υπάρχουν και περιβαλλοντικά θέματα εδώ).

Στο βασικό τρίπτυχο ασφάλειας τροφίμων, που είναι αξιολόγηση, διαχείριση και πληροφόρηση, τα δύο πρώτα είναι ήδη εν εξελίξει. Απαιτείται όμως περισσότερο προσπάθεια για το τρίτο, καθώς τόσο οι καταναλωτές όσο και η επιστημονική κοινότητα έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν για τους χημικούς κινδύνους στα τρόφιμα καθώς και τις αιτίες που προκύπτουν